Ο Μίδας, τα Κρούσια και ο Εχέδωρος

Ο μύθος είναι μύθος, παραμύθι δηλαδή, 
γι’ αυτό και πολλοί δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. 
Όμως οι σοβαροί μελετητές, 
όλο και θέλουν να βρουν κάποια ψήγματα αλήθειας, 
που πιθανόν να κρύβονται πίσω από αυτόν.


Στην πολύ παλιά εποχή, τότε που δεν υπήρχε γραφή, ούτε ραδιοκύματα, πολύ περισσότερο η σημερινή ηλεκτρονική τεχνολογία, η μετάδοση μιας πληροφορίας γινότανε δια ζώσης, από στόμα σε στόμα δηλαδή.
Μοιραία μία αλήθεια στο διάβα των χρόνων και των γενεών, να παραποιείται και να αλλοιώνεται με προσθήκες και αφαιρέσεις, προκειμένου η αφήγηση να γίνεται γοητευτική και πιο ελκυστική. 

Τον Μίδα, τον βασιλιά της Φρυγίας, αυτόν που είχε γαϊδουρινά αυτιά, μπορεί να μη τον ξέρουνε πολλοί. 
Ούτε αυτόν, ούτε ποιός του τράβηξε το αυτί, ούτε πως του βγήκε το όνομα!
Όλοι όμως ξέρουνε ότι κάποτε υπήρχε ένας αρχαίος φιλάργυρος βασιλιάς, στη Μικρασία, που αγαπούσε πολύ το χρήμα και που έψαχνε διαρκώς για φλέβες χρυσού, για να γεμίσει τα θησαυροφυλάκια του! 
Την αδυναμία του αυτή την ικανοποίησε ο θεός της αμπέλου Διόνυσος, ως αντάλλαγμα της απελευθέρωσης του αγαπημένου του Σειληνού. 
Με προθυμία του έδωσε το χάρισμα, μιας και το επιθυμεί πολύ, ό,τι πιάνει να γίνεται χρυσός! 
Έτσι αρχίζει περίπου ο μύθος.

Η αλήθεια όμως είναι άλλη!

Κάποτε ο χρυσοθήρας βασιλιάς της Φρυγίας Μίδας έμαθε ότι στη Μακεδονία, στο βουνό του Κρούσσου, του γιου του μυθικού Μύγδονα, (οι Φρύγες προέρχονταν από τους Μύγδονες), οι άνθρωποι σκάβουν με τα χέρια και βγάζουν χρυσάφι! 
Ο Ηρόδοτος, (ιστοριογράφος, πατέρας της ιστορίας) τον φέρνει στην Μακεδονίτιδα χώρα, να περιπλανάται αναζητώντας χρυσό, στις υπώρειες του Βερμίου, όπου ευδοκιμούν τα μοναδικά εξηντάφυλλα τριαντάφυλλα, (επίγειος παράδεισος), στα χαμηλά του Πάϊκου, (περιοχή της Γουμένισσας Παιονίας και Μενηίδας Πέλλας),  για να καταλήξει στις βαθύσκιες και σκοτεινές ρεματιές της Κρούσιας, τα σημερινά "Καϊνάκια". 
Εκεί έκτισε δυσπρόσιτο κάστρο το Δύσωρον. (*)

Ο βασιλιάς Μίδας στάθηκε τυχερός! 
Είναι αλήθεια ότι βρήκε στο βουνό του Κρούσσου φλέβες χρυσοφόρες. 
Το μαρτυρούν οι πολυάριθμες στοές που σώζονται ακόμη και σήμερα. 
Ένοιωθε ευτυχής και αποθήκευσε μεγάλες ποσότητες χρυσού, αποκτώντας αμύθητα πλούτη! 
Αυτά περίπου λέει ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος.

Ας επανέλθουμε στο μύθο.
Ο μύθος θέλει τον άπληστο χρυσοθήρα Μίδα να απελευθερώνει το Σειληνό, αγαπημένο συνοδό του θεού της αμπέλου Διόνυσου, που εκείνο τον καιρό περιόδευε στους πρόποδες, όπως είπαμε του Πάϊκου, (περιοχές της Μενηίδας-Πέλλας και της Γουμένισσας-Παιονίας), εισάγοντας από τότε την καλλιέργεια της αμπέλου στην περιοχή και εθίζοντας τον κόσμο στη χρήση του οίνου.  
Ο Σειληνός ήταν εξαφανισμένος από εβδομάδα και τον βρήκε ο Μίδας κατά τις περιπλανήσεις του, να κοιμάται σε λήθαργο, στουπί στο μεθύσι, κάτω από μία βελανιδιά. Άδραξε την ευκαιρία ο πλεονέκτης βασιλιάς να ζητήσει λύτρα για την απελευθέρωσή του!
Αρκεί που βρέθηκε ο γέρο-Σειληνός και ο θεός της αμπέλου και του κρασιού Διόνυσος χάρηκε  τόσο πολύ, αφού χωρίς πολλές συζητήσεις, προθυμοποιήθηκε να ικανοποιήσει όποια επιθυμία ήθελε ο Μίδας.
Όμως το πάθος του άπληστου βασιλιά, που κατά τον μύθο το ικανοποίησε ο Διόνυσος, να γίνεται δηλαδή χρυσός ότι πιάνει, παρ’ ολίγον να του στοιχίσει την ζωή! 
Γιατί, ότι έπιανε, το ψωμί, το φαΐ, το νερό, τα ρούχα, το δέρμα, τα μαλλιά της κεφαλής του γινόταν, μόλις τα ακουμπούσε, χρυσάφι! 
Απογοητευμένος και περίλυπος έπεσε στα πόδια του θεού να τον σώσει από τον βέβαιο εξ ασιτίας θάνατο.

''Πήγαινε να λουσθείς στο ποτάμι, που τα νερά του αναβλύζουν κάτω από το σκοτεινό κάστρο σου, το Δύσωρο, στη σημερινή περιοχή "Καϊνάκια," (**) μεταξύ των χωριών Αγίου Αντωνίου και Ποντοκερασιάς)  και θα απαλλαγείς από το χρυσό που βασανίζει το σώμα σου.''

Βούτηξε στα ψυχρά νερά των πηγών του ποταμού των Κρουσίων ο πάμπλουτος, αλλά δυστυχής βασιλιάς Μίδας, καθώς τον υπέδειξε ο θεός Διόνυσος,  και το σώμα του απαλλάχτηκε από το χρυσάφι. 
Είναι αυτό το χρυσάφι, που ανακατεύτηκε με την άμμο του Εχέδωρου (Γαλλικού) ποταμού.
Από τότε, λένε, η άμμος του Γαλλικού κατεβάζει ψήγματα χρυσού, που απολεπίσθηκαν και ξεπλύθηκαν από το σώμα του βασιλιά Μίδα και το ποτάμι του Κιλκίς, που με τα απρόσμενα δώρα, βαφτίστηκε Εχέδωρος. (***) 

Η αφθονία, το χρήμα, τα διαρκή δώρα, μπορεί μεταφορικά οι μυθοπλάστες ιστοριοδίφες να τα υπονοούν με το όνομα του Πακτωλού, όμως αν θέλει κανείς να κυριολεκτήσει, θα πρέπει να αναζητήσει τον Πακτωλό στον ημέτερο Εχέδωρο των Κρουσίων, στα νερά του οποίου αποδεδειγμένα έκανε βουτιά κατ’ εντολή του Διόνυσου ο Μίδας και ξεπλύθηκε από επάνω του ο χρυσός που τον βασάνιζε, για να εμπλουτίσει με χρυσό έκτοτε την άμμο του!  

Αλλά και για ένα ακόμη πρακτικό λόγο. 
Είναι βέβαιο ότι ο μύθος με την συνάντηση του θεού της αμπέλου Διόνυσου και Φρύγα βασιλιά Μίδα έγινε στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στην περιοχή του Πάϊκου. 
Δεν είναι δυνατόν να υποδείκνυε λούσιμο στον μακρινό Πακτωλό, γιατί ο Μίδας ως θνητός δεν θα άντεχε να διασχίσει στεριές και θάλασσες για να φθάσει στον Τμώλο της Μικράς Ασίας, χιλιόμετρα και μίλια μακριά. 
Ασφαλώς θα άφηνε την τελευταία του πνοή καθ΄ οδόν. Με βεβαιότητα λοιπόν μπορούμε να πούμε, πως ο ημέτερος Γαλλικός της παλιάς Μυγδονίας, είναι η κολυμβήθρα, που ξέπλυνε και διέσωσε τον αχόρταγο Φρύγα βασιλιά Μίδα.
____________________

(*) το δυσ-, ως πρώτο συνθετικό, σημαίνει σκοτεινό, μαύρο, και το ώρον-, σημαίνει κάστρον, κατά τον Δουκάγκειο, όπως Κοτύωρον, (η Ορντού), κάστρο του Κότυος, του Παφλαγόνος βασιλιά. 
Είναι το ίδιο Δύσωρον, ως ονομασία του βουνού πλέον, που κατά τους Βυζαντινούς θα ονομασθεί Μέλαν (μαύρο, σκοτεινό από την πλευρά των Σερρών) όρος, όπου εξορίστηκε ο τελευταίος αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Δαυίδ ο Μεγαλοκομνηνός, ολίγον προ του στραγγαλισμού του από τον φιλύποπτο Μωάμεθ τον πορθητή, για να μεταπέσει στο ΚαράΝταγ, (καρά=μαύρο, νταγ=βουνό) επί τουρκοκρατίας και σε Μαυροβούνι των νεώτερων ελληνικών στρατιωτικών χαρτών. 
Σε αντιδιαστολή με το Λευκό όρος, που μετέπεσε στο σλαβικό Bello-Μπέλλες, (άσπρο φωτεινό). 
(Ο Σάββας Αργυρόπουλος λέει πως είναι φωτεινό από όποια θέση και αν το δει κανείς.)

(**) Ο Κυριάκος Τραϊανός λέει ότι καϊνάκια σημαίνουν πηγές νερού.

(***)  Ο Κιλκισιώτης ιστορικός Χρήστος Σαμουηλίδης τον ανευρίσκει στους βυζαντινούς χρονογράφους ως Γαλυκό, ενώ κάπου διάβασα τελευταία, ότι κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο άρχισε να γράφεται ως Γαλλικός, από την παρουσία των Γαλλικών στρατευμάτων. 
____________________

Άρθρο του Αναστάσιου Αμανατίδη στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Ν. Κιλκίς ''Πρώτη Σελίδα''.